- τρισκακοδαίμων
- τρισκακοδαίμωνthrice-unluckymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρισκακοδαίμων — ον, Α τρεις φορές κακοδαίμων, πολύ κακομοίρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ / τρι * + κακο δαίμων «δυστυχής»] … Dictionary of Greek
τρισκακοδαίμονα — τρισκακοδαίμων thrice unlucky neut nom/voc/acc pl τρισκακοδαίμων thrice unlucky masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισκακοδαίμονας — τρισκακοδαίμων thrice unlucky masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού … Dictionary of Greek